Το Θεατρικό Εργαστήρι «Επί Σταγών» με ιδιαίτερη χαρά ανεβάζει το πρώτο θεατρικό έργο του Αρκά «Εχθροί εξ αίματος». Μια ξεκαρδιστική κωμωδία με πρωταγωνιστές τα όργανα του σώματος και σύνθημά το «avanti popolo» του πεπτικού συστήματος.
Ο αλκοολικός οργανισμός, μετά από αυτοκινητιστικό δυστύχημα, βρίσκεται σε επιθανάτια κωματώδη κατάσταση και τα μελλοθάνατα «εγκλωβισμένα» παχύ έντερο και λεπτό έντερο, ως μη μεταμοσχεύσιμα, ελπίζουν στην ανατροπή της κατάστασης του οργανισμού, ενώ η καρδιά, το συκώτι και το νεφρό, τα οποία είναι μεταμοσχεύσιμα, συνωμοτούν για την «δεύτερη ευκαιρία».
Αλληγορικό λοιπόν, το θεατρικό έργο «Εχθροί εξ’ αίματος» του Αρκά, έχει ως κεντρικό άξονα την διχόνοια και πού μπορεί αυτή να οδηγήσει. Αν μπορούν να υπάρχουν ίντριγκες, δολοπλοκίες, ανταρσίες, πισώπλατα μαχαιρώματα και πλεκτάνες μεταξύ των οργάνων ενός ανθρωπίνου σώματος, σκεφτείτε τι γίνεται στην κοινωνία…
Στο κείμενο υπάρχει διάχυτος πολιτικός υπαινιγμός, τόσο επίκαιρος όσο και ως προτροπή για ομόνοια και σύμπραξη
Θα ΄ρθει, λέω, μια νύχτα που θα ΄ναι πια πολύ γριά η γης. Όλοι τούτοι οι άνθρωποι, πού ΄ναι να σαστίσεις με τη μεγαλοφυΐα τους, όλοι τούτοι που κάθουνται και σκαρφίζουνται τις τορπίλες και τ’ αεροπλάνα και το μελινίτη, θάναι ψιλοκοσκινισμένο χώμα. Κ’ η ανθρωπότητα θάναι πια ένας θρύλος, ένα κακό όνειρο που διάβηκε και πάει. Θα το αναθυμιούνται μόνο πάππου προς πάππου και θα τ’ ανιστορούν στους απογόνους των τ’ αρχαία δέντρα, σαν θα παίρνει να φυσά τ’ αγέρι και θ’ αρχίζουν οι φυλλωσιές να ψιθυρίζουν θυμητικά. Ωστόσο και κείνη τη νύχτα τα μικρά τριζόνια θα βγούνε να τραγουδήσουν όλα μαζί κάτω από τ’ αμέτρητα αστέρια τούτον τον ίδιο σκοπό. Κι ο ουρανός θ’ ανθίσει πάλι όλες τις ασημένιες μαργαρίτες του και θα σκύψει ν’ αφουγκραστεί τα κρουσταλλένια μαντολινάκια. Και παντού θ’ απλώνεται το ίδιο παγωμένο μυστήριο. Τα νέα δάση θα βουίζουν δίχως να πάρουν είδηση πως δεν υπάρχουν πια ποιητές για να ριμάρουν τη βουή τους και στρατιώτες να τα κόψουν παλούκια για συρματοπλέγματα. Κι οι θάλασσες θα δέρνουν τις αδάμαστες αχτές και θα πηδάν ολοένα πάνω στις αντάρτισσες ξέρες, δίχως να πολυσκοτίζουνται για κείνο το ξιπασμένο ζωντόβολο, που μια φορά κι έναν καιρό πίστεψε στ’ αλήθεια πως όλα τα εξαίσια έργα και κινήματα του Θεού γίνονταν για τη ζαχαρένια του.
«Σε µέρες, τόσο χαλεπές κι ανήσυχες, ας ξεχαστούμε για λίγη ώρα, μιλώντας για τις ωραιότερες στιγμές του ανθρώπου, τις πιο κεφάτες, τις στιγμές που ο άνθρωπος γίνεται πιο άνθρωπος, τις στιγμές που ο άνθρωπος γελά…».
Η Μαντάμ Σουσού στο Θεατρικό Εργαστήρι «Επί Σταγών»
Σουλούπι σπαρταριστό. Ύφος επιβλητικό. Μύτη λίγο στριφτή προς τα πάνω. Πόζα. Καπελάκι στην κορφή του κεφαλιού µ’ ένα κόκκινο φτερό που τινάζεται στα ύψη σαν πρόκληση στο σύμπαν. Ψηλή, ξερακιανή. Γυναίκα ή φαινόμενο; Κεφάλι προς τα πίσω. Το πηγούνι της ψηλά, η µύτη της ψηλότερα, το µάτι της στο χάος. Όποιος στέκεται µπροστά της νιώθει τον εαυτό του μέρμηγκα. Το βλέµµα της μόλις καταδέχεται να εγγίσει τα ορατά πράγματα του ταπεινού µας κόσμου κι όταν το κάνει παίρνει τόνους συγκατάβασης… Φτωχιά; Πρέπει να την προσέξεις από πολύ κοντά για να το δεις. Το ύφος της, που βγαίνει από µια ψυχή δυναμική, σκορπάει και διώχνει την εντύπωση της φτώχειας – ένα κορμί τεζαρισμένο διαρκώς μαχητικά κατά της ίδιας της φτώχειας, λες που αγωνίζεται κάθε στιγμή να τη νικήσει και το καταφέρνει θριαμβευτικά.